- ψιμάρι
- ψιμάρι, το και ψιμάρνι, το1. όψιμο αρνί, αυτό που γεννήθηκε βραδύτερα.2. σχετικά με ανθρώπους, ο αφελής: Τον έπιασε ψιμάρνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψιμάρι — το, Ν βλ. οψιμάδα … Dictionary of Greek
διγόνι — το (για πρόβατα) αυτός που γεννήθηκε καθυστερημένα, οψιγενής, ψιμάκι, ψιμάρι … Dictionary of Greek
οψιμάδα — και ψιμάδα, η, και οψιμάδι και ψιμάδι και ψιμάρι και ψιμάρνι, το [όψιμος] 1. αρνί ή κατσίκι που γεννήθηκε μετά από τη συνηθισμένη εποχή 2. (κατ επέκτ.) αγαθός και αφελής άνθρωπος που ξεγελιέται εύκολα … Dictionary of Greek
ψιμάρνι — το βλ. ψιμάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)